δορυφόρος

δορυφόρος
ο
1. ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από έναν πλανήτη: Η Σελήνη είναι δορυφόρος της Γης.
2. φρ., «τεχνητός δορυφόρος», σώμα που εκτοξεύεται από τη Γη προς το διάστημα με σκοπό να αποκτήσει προσχεδιασμένη τροχιά γύρω από έναν πλανήτη ή τη Γη.
3. άτομο ή κράτος που ακολουθεί δουλικά κάποιον άλλον: Η Βουλγαρία ήταν δορυφόρος της Ρωσίας.
4. αυτός που φέρει δόρυ: Ο δορυφόρος είναι άγαλμα του γλύπτη Πολυκλείτου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δορυφόρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • δορυφόρω — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut nom/voc/acc dual δορύφορος spear bearing masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) δορυφόρος masc/fem/neut nom/voc/acc dual δορυφόρος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρως — δορύφορος spear bearing adverbial δορύφορος spear bearing masc/fem acc pl (doric) δορυφόρος adverbial δορυφόρος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόροις — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut dat pl δορυφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόροισι — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) δορυφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρον — δορυφόρος masc/fem acc sg δορυφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρου — δορύφορος spear bearing masc/fem/neut gen sg δορυφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυφόρους — δορύφορος spear bearing masc/fem acc pl δορυφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”